Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

θα δω καμένες όλες τις σκηνές – σαν να ’ταν φιλμ που πήρε φως από το μέλλον




Μέσ’ από τούτο το γραφτό λέω να επιστρέψω πάλι εκεί:
στον κάτω δρόμο του Άι-Γιώργη, που χώριζε τους λαχανόκηπους απ’ τη μεγάλη αλάνα του γηροκομείου με τα δέντρα: τα πεύκα εκείνα τα θεόρατα, που οι κορμοί τους γέρναν προς το νότο, καθώς βοριάδες χρόνων τα φυσούσανε με δύναμη· βοριάδες που κατέβαιναν, ψηλά, απ’ τις χοάνες των πανάρχαιων βουνών κι έβρισκαν τόπο ανοιχτό απ’ τη μεριά της λίμνης.

Λέω να γυρίσω πάλι εκεί και να που τώρα είμαι, ήδη, πίσω: σε χρόνο παρελθόντα κι απ’ το άσπρο του χαρτιού, στην σκόνη την ψιλή που τύλιγε τον αλευρόμυλο του Σάλτα: εκεί, στη βορινή πλευρά του δρόμου, μέσα στην άγρια πρασινάδα.

Βλέπω ξανά στο άνοιγμα, με το άσπρο σύννεφο της σκόνης, ζώα κι ανθρώπους βιαστικούς: φαντάσματα παλιά που ζωντανεύουν πάλι. Μπαίνουν και βγαίνουν από κει σπασμωδικά – σαν σε ταινία του βωβού, κι ο Παύλος Σάλτας, πίσω από τα τζάμια του γκισέ, κοιτάζει, απορημένος, προς το μέρος μου, μα είμαι σίγουρος ότι καθόλου δεν με βλέπει.

Και όλα τούτα γίνονται ώρα μεσημεριού, μα, πράγμα όμως παράδοξο, μοιάζει σαν να ’ναι νύχτα.

Στέκω, απέναντι, στο ανάχωμα, με τα μπαλώματα των χόρτων και κοιτώ κι αμέσως ύστερα, γυρίζοντας, ανηφορίζω προς τα δέντρα.

Με βηματάκια απίστευτα αργά τη διασχίζω την αλάνα και κάθε τόσο, σκύβοντας, παρατηρώ, προσεχτικά το χώμα. Στιγμές στιγμές αναλογίζομαι: Τι άραγε να θέλω τώρα εδώ; Τι είναι αυτό που ψάχνω τόσην ώρα;

Αέρας σπρώχνει τα φυλλώματα προς τη μεριά που, μια εβδομάδα αργότερα, θα δω καμένες όλες τις σκηνές – σαν να ’ταν φιλμ που πήρε φως από το μέλλον – και τις γυναίκες, με τα μαύρα, να θρηνούν τραβώντας τα μαλλιά τους: «Λέλε, Περσεφόνη μου!. Λέλε, Γιαννάκη, Όι! Φίδια που μ’ έφαγαν… Ιώ και Όι!»

Θα δω μετά και τα νερά: μαύρα νερά του κάρβουνου, γεμάτ’ αποκαΐδια· να τρέχουν, σαν ποτάμια, στην κατηφοριά, σκεπάζοντας τον τόπο όλο.

Μια βδομάδα αργότερα είναι που θα μιλήσει η μοίρα μέσ’ από κείνη τη φωτιά, μα τώρα εγώ είμαι ακόμη εδώ – στη μέση της αλάνας – κι ανηφορίζω προς τα κει, παρατηρώντας το έδαφος, δίχως να ξέρω τ’ είν’ αυτό που ψάχνω ακριβώς: αν είναι πράγμα που έχασα – στεφάνι, τόπι ή μπίλια από χρωματιστό γυαλί – αν είναι, τέλος πάντων, κάποιο απ’ τα παιχνίδια της παλιάς ζωής ή είναι αυτό που αναζητώ, κομμάτι χρόνου αμείλικτου, που το ’ζησα και πάει και που το χάνω, τώρα, ακόμη μια φορά, καθώς το φέρνω πίσω με τη μνήμη.

Όχι. Δεν πρέπει να ’ταν πράγμα αυτό που έψαχνα εκεί, γιατί έχω φύγει, ήδη, σ’ άλλο τόπο. Σε μέρος άλλο βρίσκομαι και σ’ άλλο χρόνο, τώρα, ψάχνω.

Είμαι στην πίσω του μεριά – του τόπου άραγε ή του χρόνου; – κι όλο κοιτάζω στα ψηλά ένα παλιό φεγγάρι: φεγγάρι πάγου που κατρακυλά πίσω από ξέφτια σύννεφου.

Το φως διακοπτόμενο – καθώς περνάει από τις γρίλιες τ’ ουρανού – ράβει, ξανά, της μνήμης τα μπαλώματα και βλέπω, πάλι απ’ την αρχή, ακέραιες εκείνες τις εικόνες. Εικόνες απ΄ την έντρομη ζωή, όταν ο χρόνος έγραφε και τ’ αποτύπωνε για λίγο – με τη δική του λάμψη – τα γυμνά κορμιά στα νυχτωμένα τους δωμάτια: κορμιά που, κάθε τόσο, πάσχιζαν να βρούνε επαλήθευση, το ένα πάνω στο άλλο, χτυπώντας, με περίσσια ορμή, το ανάμεσα κενό, χωρίς ποτέ να το συντρίβουν.



Βρίσκομαι τώρα πίσω εκεί, χωμένος στο παλιό παλτό που γύρισε άξαφνα το μέσα έξω, και περιμένω πάλι απ’ την αρχή να μεγαλώσει ο άλλος κι όχι εγώ. Γιατί εγώ το γνώριζα καλά ετούτο το παιχνίδι. Την είχα φέρει ήδη από τότε τη ζωή μου ως εδώ, γι’ αυτό κι ο άλλος , τώρα, επιστρέφει πάλι πίσω. Εμένα ψάχνει, μα δεν πρόκειται ποτέ να με βρει, γιατί εγώ είμαι αυτός κι εκείνος δεν με βλέπει.

                                                                                                             Νίκος Χουλιαράς